- εφοδεύω
- (ΑΜ ἐφοδεύω) [έφοδος]επισκέπτομαι αιφνιδιαστικά τις φρουρές τη νύκτα για επιθεώρηση, είμαι αξιωματικός εφόδου, εκτελώ εφοδείααρχ.1. περιπολώ («ἐφώδενον... κατὰ τὰ τείχη», Ξεν.)2. επισκέπτομαι, επιθεωρώ(«ἐφοδεύειν τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη», Πλούτ.)3. περιέρχομαι για εποπτεία4. επιστατώ, επιβλέπω («ἐφοδεύειν ἀγῶσιν», Αισχύλ.)5. κατασκοπεύω6. παραμονεύω, ενεδρεύω7. (για γεωγράφο) εξερευνώ8. (για επιχειρηματολογία) προχωρώ μεθοδικά9. συνωμοτώ εναντίον κάποιου10. (το γ' εν. πρόσ. ενεστ. παθ.) ἐφοδεύεταιγίνεται η περιπολία11. πλησιάζω, προσεγγίζω ένα θέμα.
Dictionary of Greek. 2013.